Служебный στα ελληνικά
Μετάφραση: служебный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσημος, υπουργικός, αξιωματικός, δευτερεύων, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Μεταφράσεις
- аутентичный στα ελληνικά - αυθεντικός, γνήσιος, αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, μόνο αυθεντικό
- бунгало στα ελληνικά - μπαγκάλοου, Μπανγκαλόου, το Μπανγκαλόου, bungalow
- вермонт στα ελληνικά - Βερμόντ, vermont, Βέρμοντ, το Βερμόντ, το Βέρμοντ
- дослушать στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε
Τυχαίες λέξεις
Служебный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσημος, υπουργικός, αξιωματικός, δευτερεύων, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών
Μεταφράσεις: επίσημος, υπουργικός, αξιωματικός, δευτερεύων, υπηρεσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησης, παροχής υπηρεσιών