Случать στα ελληνικά

Μετάφραση: случать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλογο, σέρβις, ύπαρχος, ζευγαρώνω, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ζευγάρι, ταίρι, φιλαράκος, ρουσφέτι, sluchat
Случать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блюсти στα ελληνικά - παρατηρώ, κρατώ, σεβασμός, τηρώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, σέβομαι, ...
  • выбранить στα ελληνικά - κάθομαι, παραδίνω, δίνω, μαλώνω, επιπλήξει, επιπλήξτε, επιπλήξει το, ...
  • вымыть στα ελληνικά - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
  • дружелюбие στα ελληνικά - φιλία, φιλικότητα, τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς, χρήστες βρίσκουν τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς το
Τυχαίες λέξεις
Случать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλογο, σέρβις, ύπαρχος, ζευγαρώνω, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ζευγάρι, ταίρι, φιλαράκος, ρουσφέτι, sluchat