Сматывать στα ελληνικά

Μετάφραση: сматывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεμος, αιολική, μηχανάκι, κουρδίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Сматывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангина στα ελληνικά - πονόλαιμος, πονόλαιμο, πόνο στο λαιμό, κυνάγχη, ερεθισμένο λαιμό
  • аспирантский στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
  • ахтерштевень στα ελληνικά - πρύμνη, πρύμνης, εσω, την πρύμνη
  • достойный στα ελληνικά - άξιος, πρέπων, απαιτούμενος, μεταρσιωμένος, αξίζει, άξια, αντάξια, ...
Τυχαίες λέξεις
Сматывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεμος, αιολική, μηχανάκι, κουρδίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί