Сметать στα ελληνικά

Μετάφραση: сметать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, σκούπισμα, σάρωσης, σάρωση, σαρώσεως, sweep
Сметать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вулканизация στα ελληνικά - βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση
  • годиться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, κοστούμι, είμαι, κάνω, βολεύω, εξυπηρετώ, ...
  • даун στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Сметать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, σκούπισμα, σάρωσης, σάρωση, σαρώσεως, sweep