Смыться στα ελληνικά
Μετάφραση: смыться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, έρχομαι, από, μακριά, εκτός, off, ανοικτά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афазия στα ελληνικά - αφασία, αφασίας, την αφασία, η αφασία, της αφασίας
- впалый στα ελληνικά - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- генерирующий στα ελληνικά - παραγωγής, δημιουργίας, ροών, παράγουν, που παράγουν
- двухтактный στα ελληνικά - Ξύλινα παιχνίδια
Τυχαίες λέξεις
Смыться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, έρχομαι, από, μακριά, εκτός, off, ανοικτά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, έρχομαι, από, μακριά, εκτός, off, ανοικτά