Снабжать στα ελληνικά

Μετάφραση: снабжать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετώ, προμήθεια, εκφωνώ, παραδίδω, εφαρμόζω, εφοδιάζω, παροχή, χορηγώ, διοικώ, προμηθεύω, πρόλογος, στεγάζω, απονέμω, χορήγηση, προλογίζω, προνοώ, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Снабжать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акция στα ελληνικά - απόθεμα, κλήρος, επενέργεια, αγωγή, μοιράζομαι, παρακρατώ, μοιράζω, ...
  • антагонистический στα ελληνικά - ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικών, ανταγωνιστικό
  • всовывать στα ελληνικά - ώθηση, μπήγω, τοποθετώ, βάζω, χωμένος, σπρώχνω, γλιστρήσει, ...
  • доблестный στα ελληνικά - επίφοβος, γενναίος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, γενναίο, γενναίες
Τυχαίες λέξεις
Снабжать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετώ, προμήθεια, εκφωνώ, παραδίδω, εφαρμόζω, εφοδιάζω, παροχή, χορηγώ, διοικώ, προμηθεύω, πρόλογος, στεγάζω, απονέμω, χορήγηση, προλογίζω, προνοώ, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας