Εφοδιάζω στα ρωσικά
Μετάφραση: εφοδιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снабжать, распространять, поставлять, приискал
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφοδιάζω
εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω λεξικό γλώσσας ρωσικά, εφοδιάζω στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- εφημερίδα στα ρωσικά - газета, реферат, бумага, доклад, вексель, статья, ведомости, ...
- εφικτός στα ρωσικά - удобоисполнимый, эвентуальный, возможный, правдоподобный, обоснованный, исполнимый, мыслимый, ...
- εφορμώ στα ρωσικά - налетать, налёт, налет, булат, облава, наскок, менять, ...
- εχέγγυο στα ρωσικά - гарант, поручитель, порука, лицо, гарантировать, индоссант, ручательство, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφοδιάζω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: снабжать, распространять, поставлять, приискал
Μεταφράσεις: снабжать, распространять, поставлять, приискал