Снижаться στα ελληνικά
Μετάφραση: снижаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαμηλώνω, ρανίδα, μαρασμός, σταγόνα, ταπεινώνω, ξεπεσμός, μειώνομαι, έρχομαι, πηγαίνω, πτώση, ελαττώνομαι, πέφτω, κάτω, πούπουλο, κλίνω, εκπίπτω, παρακμή, μείωση, υποχώρηση, παρακμής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атом στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- банк στα ελληνικά - ανάχωμα, τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
- доводить στα ελληνικά - διαφωνώ, αιτία, παφλάζω, γόνατα, διαπληκτίζομαι, λόγος, αιτιολογία, ...
- драконник στα ελληνικά - drakonnik
Τυχαίες λέξεις
Снижаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαμηλώνω, ρανίδα, μαρασμός, σταγόνα, ταπεινώνω, ξεπεσμός, μειώνομαι, έρχομαι, πηγαίνω, πτώση, ελαττώνομαι, πέφτω, κάτω, πούπουλο, κλίνω, εκπίπτω, παρακμή, μείωση, υποχώρηση, παρακμής
Μεταφράσεις: χαμηλώνω, ρανίδα, μαρασμός, σταγόνα, ταπεινώνω, ξεπεσμός, μειώνομαι, έρχομαι, πηγαίνω, πτώση, ελαττώνομαι, πέφτω, κάτω, πούπουλο, κλίνω, εκπίπτω, παρακμή, μείωση, υποχώρηση, παρακμής