Сникнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: сникнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπίπτω, πτώση, πέφτω, sniknut
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апельсинный στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- безотказно στα ελληνικά - λεία, ομαλά, χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την
- вчистую στα ελληνικά - οριστικά, εντελώς, τελικά, οριστικές, οριστική, οριστικών, ολοκληρωτική
- гайка στα ελληνικά - παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού
Τυχαίες λέξεις
Сникнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πτώση, πέφτω, sniknut
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πτώση, πέφτω, sniknut