Сноровка στα ελληνικά

Μετάφραση: сноровка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηδειότητα, επιστήμη, σκάφος, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, κολάι, δεξιοτεχνία, φιλοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Сноровка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бензин στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
  • вихор στα ελληνικά - cowlick
  • деформированный στα ελληνικά - παραμορφωμένη, διαστρεβλωμένη, παραμόρφωσε, αλλοίωσε, νοθεύεται
  • догматически στα ελληνικά - δογματικά, δογματικώς, δογματικό, δογματικής
Τυχαίες λέξεις
Сноровка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηδειότητα, επιστήμη, σκάφος, ικανότητα, επιδεξιότητα, τέχνη, κολάι, δεξιοτεχνία, φιλοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων