Сношение στα ελληνικά

Μετάφραση: сношение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
Сношение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • богохульник στα ελληνικά - βλάσφημος, βλάσφημο, βλάσφημου
  • вертящийся στα ελληνικά - στροβιλίζεται, στροβίλισμα, whirling, στροβιλίζονται, στροβιλισμού
  • вихриться στα ελληνικά - ανεμοστρόβιλος, δίνη, λαίλαπα, whirlwind, ανεμοστρόβιλο
  • высотомер στα ελληνικά - υψόμετρο, altimeter, υψομετρητή, τον υψομετρητή, υψομέτρου
Τυχαίες λέξεις
Сношение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία