Собственник στα ελληνικά

Μετάφραση: собственник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιοκτήτης, θήκη, κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Собственник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акцепт στα ελληνικά - ανάχωμα, αποδοχή, τράπεζα, όχθη, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, ...
  • гомеопатия στα ελληνικά - ομοιοπαθητική, ομοιοπαθητικής, η ομοιοπαθητική, την ομοιοπαθητική, της ομοιοπαθητικής
  • дозреть στα ελληνικά - μεστώνω, αρμόζω, ωριμάζω, μεστός, ώριμος, γίνομαι, ωριμάζουν, ...
  • заволакивать στα ελληνικά - καταχνιά, αχλή, θολώνω, καλύπτω, συσκοτίζω, συγχύζω, becloud, ...
Τυχαίες λέξεις
Собственник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιοκτήτης, θήκη, κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο