Совершить στα ελληνικά
Μετάφραση: совершить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батя στα ελληνικά - πατέρας, μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
- вкрапливаться στα ελληνικά - είμαι, διανύω, βρίσκομαι, διάσπαρτα, διάσπαρτες, διεσπαρμένη, διεσπαρμένες, ...
- грейпфрут στα ελληνικά - γκρέιπ φρουτ, γκρέιπφρουτ, γκρέηπφρουτ, γκρέϊπφρουτ
- дипломат στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
Τυχαίες λέξεις
Совершить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Μεταφράσεις: επιτυγχάνω, διαπράττω, καταφέρω, φτιάχνω, δεσμεύω, χτυπώ, πεδικλώνω, εξαναγκάζω, πράξη, πραγματοποιώ, συμπεριφέρομαι, κάνω, εκπληρώνω, εκτελώ, απεργία, κατασκευάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται