Совратить στα ελληνικά
Μετάφραση: совратить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, μαυλίζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Μεταφράσεις
- безвкусный στα ελληνικά - ανούσιος, βάναυσος, πρόστυχος, άκομψος, αηδής, κενός, σαχλός, ...
- беспорядочность στα ελληνικά - αταξία, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, παραζάλη, παρατυπία, ανωμαλία, ...
- восторг στα ελληνικά - έκσταση, ενθουσιασμός, σπασμός, εντρυφώ, ευφροσύνη, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, ...
- вялый στα ελληνικά - αδύναμος, μπόσικος, λιποθυμώ, χλιαρός, επίπεδος, ναρκωμένος, βαρύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Совратить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, μαυλίζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Μεταφράσεις: δελεάζω, αποπλανώ, ξελογιάζω, μαυλίζω, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει