Соглашаться στα ελληνικά
Μετάφραση: соглашаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατανεύω, συναινώ, εισάγω, προσφέρω, αποδέχομαι, αμπάρι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, κρατώ, συμφωνώ, δέχομαι, συγκατάθεση, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
- выцеживать στα ελληνικά - vytsezhivat
- двуколка στα ελληνικά - κουβαλώ, χειράμαξα, αραμπάς, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, ...
- женоубийца στα ελληνικά - συζυγοκτόνος, φονέας της σύζηγού του
Τυχαίες λέξεις
Соглашаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατανεύω, συναινώ, εισάγω, προσφέρω, αποδέχομαι, αμπάρι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, κρατώ, συμφωνώ, δέχομαι, συγκατάθεση, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Μεταφράσεις: συγκατανεύω, συναινώ, εισάγω, προσφέρω, αποδέχομαι, αμπάρι, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, κρατώ, συμφωνώ, δέχομαι, συγκατάθεση, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε