Сопереживать στα ελληνικά
Μετάφραση: сопереживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, συμπάσχουν, empathize, να συμπάσχουν, συμμεριστούμε, συμπάσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вырваться στα ελληνικά - διάλλειμα, αντεπίθεση, εκρήγνυμαι, σπάζω, διάλειμμα, ξεφύγει, ξεφύγουν, ...
- гипертрофированный στα ελληνικά - υπερτροφικός, υπερτροφία, hypertrophied, υπερτροφικές, υπερτροφικό
- деться στα ελληνικά - πηγαίνω, εξαφανίζομαι, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
- еловый στα ελληνικά - φιλάρεσκος, ελατοσκέπαστη, ελατοσκέπαστο, ελατόφυτη, την ελατοσκέπαστη, ελατόφυτες
Τυχαίες λέξεις
Сопереживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, συμπάσχουν, empathize, να συμπάσχουν, συμμεριστούμε, συμπάσχει
Μεταφράσεις: κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, συμπάσχουν, empathize, να συμπάσχουν, συμμεριστούμε, συμπάσχει