Сорт στα ελληνικά
Μετάφραση: сорт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, καλός, δελτίο, πειθώ, βαθμός, γένος, μορφή, τάξη, κατασκευάζω, τρόπος, τύπος, ξεδιαλέγω, σφραγίδα, μάρκα, ράτσα, εξαναγκάζω, βαθμού, ποιότητας, βαθμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антитип στα ελληνικά - αντίτυπο, αντίποδα, στον αντίποδα
- беспокойный στα ελληνικά - πυρετώδης, θυελλώδης, απασχολημένος, άβολος, νευρικός, δύστροπος, αγχώδης, ...
- горючесть στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
- гранулироваться στα ελληνικά - κόκκων, κοκκώδες, κοκκώδες υλικό, κοκκοποίημα, κοκκώδους
Τυχαίες λέξεις
Сорт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, καλός, δελτίο, πειθώ, βαθμός, γένος, μορφή, τάξη, κατασκευάζω, τρόπος, τύπος, ξεδιαλέγω, σφραγίδα, μάρκα, ράτσα, εξαναγκάζω, βαθμού, ποιότητας, βαθμό
Μεταφράσεις: κάνω, καλός, δελτίο, πειθώ, βαθμός, γένος, μορφή, τάξη, κατασκευάζω, τρόπος, τύπος, ξεδιαλέγω, σφραγίδα, μάρκα, ράτσα, εξαναγκάζω, βαθμού, ποιότητας, βαθμό