Соучастник στα ελληνικά
Μετάφραση: соучастник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέταιρος, φίλος, ταίρι, συσχετίζω, συνεργός, σύντροφος, υποκινητής, φιλαράκος, σύμμαχος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспалять στα ελληνικά - ερεθίζω, φλογίζω, φλέγω, φλογίσει, αναζωπύρωση
- восстановимый στα ελληνικά - ανανεώσιμος, ανακτήσιμη, ανακτήσιμες, ανακτήσιμα, ανακτήσιμο, ανακτηθούν
- дистрофия στα ελληνικά - δυστροφία, δυστροφίας, δυστροφία του
- забастовка στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, αποχώρηση, απεργίας, άσκησης, εξάσκησης, χτύπημα
Τυχαίες λέξεις
Соучастник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέταιρος, φίλος, ταίρι, συσχετίζω, συνεργός, σύντροφος, υποκινητής, φιλαράκος, σύμμαχος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Μεταφράσεις: συνέταιρος, φίλος, ταίρι, συσχετίζω, συνεργός, σύντροφος, υποκινητής, φιλαράκος, σύμμαχος, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων