Специальность στα ελληνικά
Μετάφραση: специальность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμμή, υπόθεση, επάγγελμα, παρατάσσω, εμπόριο, κοινότητα, επιτήδευμα, δουλειά, κατοχή, επενδύω, σπεσιαλιτέ, κατάληψη, ρυτίδα, δουλειές, επιχείρηση, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедолага στα ελληνικά - δυστυχής, φτωχός, καημένος, πενιχρός, καταψηφισθείς βουλευτής του οποίου η θητεία δεν έληξε ακόμη, ανήμπορη
- бижутерия στα ελληνικά - ενδυμασία, χρυσοχοεία, πολύτιμων αντικειμένων, μόδας, πολύτιμων, κοσμήματα μόδας
- воздержаться στα ελληνικά - απέχω, επωδός, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, απόσχουμε
- домоседливый στα ελληνικά - domosedlivy
Τυχαίες λέξεις
Специальность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμμή, υπόθεση, επάγγελμα, παρατάσσω, εμπόριο, κοινότητα, επιτήδευμα, δουλειά, κατοχή, επενδύω, σπεσιαλιτέ, κατάληψη, ρυτίδα, δουλειές, επιχείρηση, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά
Μεταφράσεις: γραμμή, υπόθεση, επάγγελμα, παρατάσσω, εμπόριο, κοινότητα, επιτήδευμα, δουλειά, κατοχή, επενδύω, σπεσιαλιτέ, κατάληψη, ρυτίδα, δουλειές, επιχείρηση, ειδικότητα, ειδικότητας, εξειδικευμένα, ειδικότητά