Спешивать στα ελληνικά

Μετάφραση: спешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω
Спешивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гноить στα ελληνικά - σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
  • горчичный στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
  • диететика στα ελληνικά - διαιτολογία, Διαιτολογίας, της διαιτολογίας, τη διαιτητική, διαιτολογικού
  • жрать στα ελληνικά - καταβροχθίζω, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Τυχαίες λέξεις
Спешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω