Спираль στα ελληνικά
Μετάφραση: спираль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιγκάρι, ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесчувственный στα ελληνικά - ανόητος, ράθυμος, απαθής, νεκρό, ανεπηρέαστος, παράλογος, στυγνός, ...
- гидрат στα ελληνικά - ένυδρο, ένυδρη, ένυδρης, υδρίτη, ένυδρου
- дворецкий στα ελληνικά - μπάτλερ, Butler, οικονόμος, η Butler
- державка στα ελληνικά - θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Τυχαίες λέξεις
Спираль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιγκάρι, ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
Μεταφράσεις: σαλιγκάρι, ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές