Сплотить στα ελληνικά

Μετάφραση: сплотить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοποιώ, συνδέω, συνενώνω, ενώνω, σχεδία, κατατάσσομαι, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally
Сплотить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аркан στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
  • бедненький στα ελληνικά - φτωχός, καημένος, πενιχρός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
  • година στα ελληνικά - καιρός, χρόνος, χρονιά, ώρα, φορά, έτος, Godin, ...
  • достать στα ελληνικά - ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Сплотить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοποιώ, συνδέω, συνενώνω, ενώνω, σχεδία, κατατάσσομαι, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally