Сплющивать στα ελληνικά

Μετάφραση: сплющивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισιώνω, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση
Сплющивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бекар στα ελληνικά - Bekar
  • бюрократический στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, γραφειοκρατική, γραφειοκρατικές, γραφειοκρατικό, γραφειοκρατικών
  • динамика στα ελληνικά - κίνημα, κίνηση, δυναμική, δυναμικής, τη δυναμική, δυναμικές, δυναμική της
  • дозволенный στα ελληνικά - θεμιτός, νόμιμος, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επιτρέπεται η, επιτραπεί, επιτρεπόμενη
Τυχαίες λέξεις
Сплющивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισιώνω, ισοπεδώνω, ισιώστε, ισοπεδώσουν, ισιώσει, ισοπέδωση