Сравниваться στα ελληνικά

Μετάφραση: сравниваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, κατασκευάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι, φτιάχνω, εξαναγκάζω, έρχομαι, σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση
Сравниваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспокоиться στα ελληνικά - κόπος, ανησυχία, έννοια, στιφάδο, προβληματισμός, ενοχλώ, σκοτίζομαι, ...
  • бистр στα ελληνικά - αιθάλη
  • борозда στα ελληνικά - ρυτιδώνω, εξοπλίζω, ρυτίδα, αυλάκι, πτυχή, στήνω, ζάρα, ...
  • жертвоприношение στα ελληνικά - θυσία, θυσιάζω, θυσίας, θυσίες, τη θυσία, η θυσία
Τυχαίες λέξεις
Сравниваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, κατασκευάζω, συγχωνεύω, συγχωνεύομαι, φτιάχνω, εξαναγκάζω, έρχομαι, σύγκριση, σε σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σχέση, σχέση