Стабилизировать στα ελληνικά
Μετάφραση: стабилизировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балаганить στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, κλόουν, χαζός, θάλαμοι, καμπίνες, θαλάμους, ...
- вдова στα ελληνικά - χήρα, χήρας, χηρείας, η χήρα, χήρα του
- дословно στα ελληνικά - κυριολεκτικά, Πλήρη, αυτολεξεί, επί λέξει, λέξει, λέξη
- жест στα ελληνικά - γνέφω, μετακομίζω, κίνηση, κινώ, χειρονομία, χειρονομώ, σαλεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Стабилизировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση
Μεταφράσεις: σταθεροποιώ, σταθεροποίηση, σταθεροποιηθεί, σταθεροποίηση των, σταθεροποιήσει, τη σταθεροποίηση