Стамеска στα ελληνικά
Μετάφραση: стамеска, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηλίδα, λαξεύω, καλέμι, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις
- атриум στα ελληνικά - αίθριο, κόλπο, κόλπου, αιθρίου, αίθριου
- взнуздывать στα ελληνικά - χαλιναγωγώ, κράσπεδο, φίμωτρο, χαλινώνω, χαλινάρι, χαλινάρια, χαλινού, ...
- выдумщик στα ελληνικά - εφευρέτης, ρωμαντικός
- деепричастие στα ελληνικά - μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Стамеска στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηλίδα, λαξεύω, καλέμι, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: κηλίδα, λαξεύω, καλέμι, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο