Старец στα ελληνικά
Μετάφραση: старец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, παλαιός, γέρος, γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адрес στα ελληνικά - ονομασία, κατεύθυνση, απευθύνω, όνομα, ονομάζω, διεύθυνση, τη διεύθυνση, ...
- библиофил στα ελληνικά - βιβλιόφιλος, βιβλιόφιλου, βιβλιόφιλο, βιβλιοφιλική, ενός βιβλιόφιλου
- выветривание στα ελληνικά - αερισμός, διάβρωση, καιρικές συνθήκες, τις καιρικές συνθήκες, αποσάθρωση, καιρικές, στις καιρικές συνθήκες
- дура στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Τυχαίες λέξεις
Старец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων