Стационарный στα ελληνικά

Μετάφραση: стационарный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητος, όρθιος, κύρος, μόνιμος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, σε στάση
Стационарный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борзая στα ελληνικά - λαγωνικό, κυνοδρομίες, κυνοδρομιών, λαγωνικών, κυνοδρομία
  • галтель στα ελληνικά - φιλέτο, φιλέτου, φιλέτων, φιλέτα, το φιλέτο
  • грязно-порнографический στα ελληνικά - scatological
  • двурушничество στα ελληνικά - διπλοπροσωπία, διπλό παιχνίδι
Τυχαίες λέξεις
Стационарный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητος, όρθιος, κύρος, μόνιμος, σταθερός, στάσιμος, στάσει, σε στάση