Стойкость στα ελληνικά
Μετάφραση: стойкость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθερότητα, δυνάμεις, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баптист στα ελληνικά - Προδρόμου, Πρόδρομος, Βαπτιστή, Βαπτιστής, Baptist
- герметический στα ελληνικά - ερμητικός, ερμητική, ερμητικό, ερμητικού, συμφυή ερμητικά κλειστά
- гидроокись στα ελληνικά - υδροξείδιο, υδροξειδίου, υδροξειδίου του, υδροξείδιο του, το υδροξείδιο
- заводь στα ελληνικά - λιμνούλα, ρεύμα, ρυάκι, πισίνα, στάσιμα νερά, τέλμα, backwater, ...
Τυχαίες λέξεις
Стойкость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθερότητα, δυνάμεις, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
Μεταφράσεις: σταθερότητα, δυνάμεις, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής