Столоваться στα ελληνικά
Μετάφραση: столоваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζομαι, σανίδα, stolovatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великодушие στα ελληνικά - φιλανθρωπία, μεγαλοψυχία, αριστοκρατία, γενναιοδωρία, καλοσύνη, καρδιά, τη γενναιοδωρία, ...
- голосовать στα ελληνικά - εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, ψηφίζω, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ...
- доброжелатель στα ελληνικά - εραστής, φιλανθρωπία, καλοσύνη, καλοθελητής, καλοθελητή
- журчание στα ελληνικά - φλυαρώ, κυμάτισμα, ασυναρτησίες, μουρμουρίζω, κελαρύζω, τρίζω, κυματισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Столоваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, stolovatsya
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, stolovatsya