Сторожить στα ελληνικά

Μετάφραση: сторожить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλάω, φύλακας, παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, φρουρώ, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Сторожить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апатия στα ελληνικά - αδιαφορία, απάθεια, απάθειας, η απάθεια, την απάθεια
  • боднуть στα ελληνικά - κουτουλώ, βαρέλι, πισινό, άκρη, συγκόλληση κατ, butt
  • винительный στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
  • гигант στα ελληνικά - κολοσσός, γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
Τυχαίες λέξεις
Сторожить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλάω, φύλακας, παρακολουθώ, φρουρά, βλέπω, φρουρώ, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε