Стремительно στα ελληνικά

Μετάφραση: стремительно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γοργά, φλογερά, σφοδρά, αποτόμως, απότομα, ορμήν, ορμητικά, κατακόρυφη πτώση
Стремительно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амбар στα ελληνικά - αποθήκη, αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
  • бескорыстный στα ελληνικά - ανιδιοτελής, απρόσωπος, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
  • взвесь στα ελληνικά - ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα
  • драматизм στα ελληνικά - ποιότητα, δραματική επίδραση, δραματικές επιπτώσεις, δραματικό αποτέλεσμα, δραματικό εφέ, δραστική επίδραση
Τυχαίες λέξεις
Стремительно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γοργά, φλογερά, σφοδρά, αποτόμως, απότομα, ορμήν, ορμητικά, κατακόρυφη πτώση