Стремление στα ελληνικά
Μετάφραση: стремление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρόρμηση, ροπή, οδηγώ, προσπαθώ, φιλοδοξία, τάση, παρακίνηση, βιασύνη, ορμή, λαχτάρα, βλέψη, καημός, απορρόφηση, προαίρεση, πασχίζω, παροτρύνω, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асимметричный στα ελληνικά - ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
- бездетный στα ελληνικά - άτεκνος, άτεκνα, χωρίς παιδιά, άτεκνοι, άτεκνες
- безмозглый στα ελληνικά - χαζός, θαμπός, άμυαλος, αμυδρός, θολωμένος, ανεγκέφαλος, θολός, ...
- дельфин-касатка στα ελληνικά - δολοφόνος, δολοφόνο, δολοφόνου, δολοφόνων, killer
Τυχαίες λέξεις
Стремление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρόρμηση, ροπή, οδηγώ, προσπαθώ, φιλοδοξία, τάση, παρακίνηση, βιασύνη, ορμή, λαχτάρα, βλέψη, καημός, απορρόφηση, προαίρεση, πασχίζω, παροτρύνω, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Μεταφράσεις: παρόρμηση, ροπή, οδηγώ, προσπαθώ, φιλοδοξία, τάση, παρακίνηση, βιασύνη, ορμή, λαχτάρα, βλέψη, καημός, απορρόφηση, προαίρεση, πασχίζω, παροτρύνω, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία