Строительный στα ελληνικά

Μετάφραση: строительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποικοδομητικός, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
Строительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безыскусственный στα ελληνικά - αφελής, άτεχνος, απλοϊκή, άτεχνη, άτεχνο
  • вон στα ελληνικά - έξω, εκεί, μακριά, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
  • выпячивание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
  • джозеф στα ελληνικά - Ιωσήφ, Joseph, Τζόζεφ, ο Ιωσήφ, Ο Joseph
Τυχαίες λέξεις
Строительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποικοδομητικός, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση