Стронуть στα ελληνικά

Μετάφραση: стронуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετακινώ, αλλάζω, μετατοπίζω, κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση
Стронуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акколада στα ελληνικά - χειροτονία ιππότου, διάκριση, βραβείο, έπαινο, επευφημία
  • вассальный στα ελληνικά - υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
  • горьковато-сладкий στα ελληνικά - γλυκόπικρος, γλυκόπικρη, γλυκόπικρο, γλυκόπικρες, γλυκόπικρα
  • деление στα ελληνικά - απαλλαγή, καταμερισμός, υποδιαίρεση, διχασμός, μεραρχία, κλήρος, διαίρεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Стронуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετακινώ, αλλάζω, μετατοπίζω, κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση