Строчить στα ελληνικά
Μετάφραση: строчить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράβω, ραφή, ορνιθοσκαλίσματα, κακογραφία, Σκαρίφημα, σκαριφήματος, Scribble
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- богоявление στα ελληνικά - Θεοφάνια, Θεοφανείων, Θεοφανίων, των Θεοφανίων, των Φώτων
- враньё στα ελληνικά - ψεύδομαι, κείμαι, ψέματα, βρίσκεται, έγκειται, τα ψέματα, ψεύδη
- дальновидный στα ελληνικά - διορατικός, προνοητικός, πρεσβυώπας, οξυδερκής, οξυκερδής, διορατική
- животное στα ελληνικά - ζώο, πλάσμα, κυνηγώ, κτήνος, ζώων, των ζώων, ζωικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Строчить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράβω, ραφή, ορνιθοσκαλίσματα, κακογραφία, Σκαρίφημα, σκαριφήματος, Scribble
Μεταφράσεις: ράβω, ραφή, ορνιθοσκαλίσματα, κακογραφία, Σκαρίφημα, σκαριφήματος, Scribble