Стяжательский στα ελληνικά
Μετάφραση: стяжательский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτητικός, άπληστος, φιλόκτημων, κτητικούς, acquisitive, περιουσιακής φύσεως, κατά της περιουσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безлюдный στα ελληνικά - ακατοίκητος, μόνος, έρημη, ερημική, εγκαταλελειμμένο, ερημικές, ερειπωμένο
- велорикша στα ελληνικά - trishaw
- вкоренить στα ελληνικά - να ενσταλάξει, να εμφυσήσει, ώστε να εμβολιαστεί, στην εμφύσηση
- длительный στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, διαρκής, διαρκείας, μεγάλο, μακρά, καιρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Стяжательский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτητικός, άπληστος, φιλόκτημων, κτητικούς, acquisitive, περιουσιακής φύσεως, κατά της περιουσίας
Μεταφράσεις: κτητικός, άπληστος, φιλόκτημων, κτητικούς, acquisitive, περιουσιακής φύσεως, κατά της περιουσίας