Стяжение στα ελληνικά
Μετάφραση: стяжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστολή, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вверить στα ελληνικά - εμπιστεύομαι, αναθέτω, δεσμεύω, διαπράττω, κάνω, αναθέτει, αναθέτουν, ...
- винительный στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
- впитывающий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
- выгиб στα ελληνικά - κυρτώνω, σκύβω, καμπύλη, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, στροφή, κύρτωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Стяжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστολή, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης
Μεταφράσεις: συστολή, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης