Сучение στα ελληνικά
Μετάφραση: сучение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραμπουλίζω, στροφή, πλοκή, καμπή, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα
Μεταφράσεις
- бельё στα ελληνικά - εσώρουχα, κλινοσκεπάσματα, πλύση, λινός, Εσώρουχα γυναικεία, lingerie, εσωρούχων, ...
- бритье στα ελληνικά - ξύρισμα, ξυρίσματος, Το ξύρισμα, ξυριστική, του ξυρίσματος
- военачальник στα ελληνικά - πολέμαρχος, πολέμαρχο, πολέμαρχου, Ο τύραννος, Ο τύραννος που
- заброшенность στα ελληνικά - κακομοιριά, αμελώ, αμέλεια, εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Сучение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, στροφή, πλοκή, καμπή, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα
Μεταφράσεις: στραμπουλίζω, στροφή, πλοκή, καμπή, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, twist, στρεβλότητα