Схватывать στα ελληνικά

Μετάφραση: схватывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφίγγω, συλλαμβάνω, λαβή, μαζεύω, κράτημα, κασμάς, καταλαμβάνω, αρπάζω, συλλέγω, κατάσχω, πιάνω, πιάσιμο, κατανόηση, αντίληψη, έλεγχό, κρατάτε
Схватывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взброс στα ελληνικά - μεταρσιώνω, ανύψωση, ανάταση, ανύψωσης, εφοδιασμού με, προσαύξηση
  • встревожить στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, συναγερμού, συναγερμός, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
  • грена στα ελληνικά - κόκκος, δημητριακά, σπυρί, Gren
  • дойка στα ελληνικά - άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
Τυχαίες λέξεις
Схватывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφίγγω, συλλαμβάνω, λαβή, μαζεύω, κράτημα, κασμάς, καταλαμβάνω, αρπάζω, συλλέγω, κατάσχω, πιάνω, πιάσιμο, κατανόηση, αντίληψη, έλεγχό, κρατάτε