Съемщик στα ελληνικά
Μετάφραση: съемщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοικάρης, εργοδότης, ένοικος, δεξιοτέχνης, μετρ, τοπογράφος, κολίγας, κύριος, αφέντης, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсцисса στα ελληνικά - τετμημένη, τετμημένης, τετμημένες, τετμημένων, τεταγμένη
- галенит στα ελληνικά - γαληνίτης, galena, γαληνίτη, Η Γκαλένα, του γαληνίτη
- денница στα ελληνικά - αυγή, Αυγερινός, Εωσφόρος, ο Εωσφόρος, του Εωσφόρου, τον Εωσφόρο
- доцент στα ελληνικά - αναγνώστης, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, αναπληρωτή καθηγητή, Επίκουρη Καθηγήτρια
Τυχαίες λέξεις
Съемщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοικάρης, εργοδότης, ένοικος, δεξιοτέχνης, μετρ, τοπογράφος, κολίγας, κύριος, αφέντης, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Μεταφράσεις: νοικάρης, εργοδότης, ένοικος, δεξιοτέχνης, μετρ, τοπογράφος, κολίγας, κύριος, αφέντης, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής