Τοπογράφος στα ρωσικά

Μετάφραση: τοπογράφος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
геодезист, таможенник, топограф, инспектор, межевик, съемщик, землемер, маркшейдер
Τοπογράφος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τοπογράφος

τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος λεξικό γλώσσας ρωσικά, τοπογράφος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τοπικά στα ρωσικά - в местном масштабе, локально, местном, на месте, местном уровне
  • τοπικός στα ρωσικά - аборигенный, тамошний, локальный, местный, низовой, здешний, местного, ...
  • τοποθέτηση στα ρωσικά - размещение, трудоустройство, помещение, расстановка, размещения, расположение, размещению
  • τοποθεσία στα ρωσικά - обнаружение, позиция, состоятельность, место, состояние, участок, осанка, ...
Τυχαίες λέξεις
Τοπογράφος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: геодезист, таможенник, топограф, инспектор, межевик, съемщик, землемер, маркшейдер