Таинственный στα ελληνικά

Μετάφραση: таинственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυστικιστής, βαθύς, αινιγματικός, απόκρυφος, μυστηριώδης, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, μυστηριώδη, μυστηριώδες, μυστηριώδεις, μυστήρια
Таинственный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авторизованный στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • боек στα ελληνικά - ηγούμαι, κεφάλι, πόνος, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, ...
  • возрастание στα ελληνικά - αυξάνω, αυξάνομαι, ανατέλλω, ανάπτυξη, ορθώνομαι, αύξηση, όγκος, ...
  • дотянуть στα ελληνικά - ζωγραφίζω, σέρνω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κρατήστε, κρατήστε την, ...
Τυχαίες λέξεις
Таинственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυστικιστής, βαθύς, αινιγματικός, απόκρυφος, μυστηριώδης, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, μυστηριώδη, μυστηριώδες, μυστηριώδεις, μυστήρια