Танцевать στα ελληνικά

Μετάφραση: танцевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπηδώ, χορεύω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού
Танцевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аматол στα ελληνικά - αματόλη
  • аммонит στα ελληνικά - αμμωνίτη, αμμωνίτης, ammonite, αμμωνιτών
  • веретенообразный στα ελληνικά - ψιλόλιγνος, ψηλόλιγνες, ατρακτοειδή, spindly, βελονοειδή
  • дефлектор στα ελληνικά - εκτροπέας, εκτροπέα, εκτροπής, εκτροπέως, του εκτροπέα
Τυχαίες λέξεις
Танцевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπηδώ, χορεύω, χορός, χορού, χορό, το χορό, του χορού