Тереть στα ελληνικά
Μετάφραση: тереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ράσπα, θάμνοι, ρουμάνι, τρίβω, χαμόδεντρα, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артикуляция στα ελληνικά - διάρθρωση, άρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
- греческий στα ελληνικά - ελληνικά, Έλληνας, ελληνική, Έλληνες, ελληνικές
- длиться στα ελληνικά - αντέχω, υπομένω, διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, ...
- досыпать στα ελληνικά - κοιμάμαι, τσίμπλα, ύπνος, γεμίζω, top, κορυφή, αρχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Тереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ράσπα, θάμνοι, ρουμάνι, τρίβω, χαμόδεντρα, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το
Μεταφράσεις: λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, ράσπα, θάμνοι, ρουμάνι, τρίβω, χαμόδεντρα, τρίψιμο, RUB, τρίψτε, τρίβετε, τρίψτε το