Тесный στα ελληνικά
Μετάφραση: тесный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρός, ενδόμυχος, πνιγηρός, κολλητός, οικείος, στενός, αποπνιχτικός, σφιχτός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безволосый στα ελληνικά - φαλακρός, καραφλός, άτριχος, άτριχα, άτριχο, άτριχου, άτριχων
- бонвиван στα ελληνικά - bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
- высевать στα ελληνικά - ενσπείρω, σπέρνω, χοιρομητέρα, χοιρομητέρας, γουρούνα, χοιρομητέρων, θηλυκός χοίρος
- высовываться στα ελληνικά - κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Тесный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρός, ενδόμυχος, πνιγηρός, κολλητός, οικείος, στενός, αποπνιχτικός, σφιχτός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: μικρός, ενδόμυχος, πνιγηρός, κολλητός, οικείος, στενός, αποπνιχτικός, σφιχτός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής