Толчение στα ελληνικά

Μετάφραση: толчение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντριπτικός, χτυπάει, σφυροκοπώντας, σφυροκόπημα, pounding, να χτυπάει
Толчение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиатрасса στα ελληνικά - διαδρομή, οδός, διαδρομής, οδό, οδού
  • альтернатива στα ελληνικά - εκλεκτός, επιλογή, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • артикулировать στα ελληνικά - έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
  • гармонь στα ελληνικά - Garmon
Τυχαίες λέξεις
Толчение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντριπτικός, χτυπάει, σφυροκοπώντας, σφυροκόπημα, pounding, να χτυπάει