Торгашеский στα ελληνικά
Μετάφραση: торгашеский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баклуши στα ελληνικά - βλάκας, χαζός, κοροϊδεύω, αντίχειρες, μπράβο, τους αντίχειρες, αντίχειρές, ...
- бесстыжий στα ελληνικά - ιταμός, ασύστολος, θρασύς, αναιδής, αδιάντροπος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ...
- вечеря στα ελληνικά - δείπνο, Δείπνος, Δείπνου, Μυστικός Δείπνος, Μυστικό Δείπνο
- гениальный στα ελληνικά - έξοχος, φανταστικός, λαμπερός, εγκάρδιος, καλόκαρδος, φαιδρός, πρόσχαρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Торгашеский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Μεταφράσεις: μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού