Тот στα ελληνικά
Μετάφραση: тот, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυθμιστής, ομιλητής, δάρτης, εκτροφέας, εγγυώμαι, αντίκρισμα, πόρθηση, φορέας, επισκέπτης, αρχάριος, υπολογιστής, κρεμάστρα, εχέγγυο, πιτσιρίκος, ατζαμής, εγγύηση, ο, η, το, την, της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аммонит στα ελληνικά - αμμωνίτη, αμμωνίτης, ammonite, αμμωνιτών
- бережный στα ελληνικά - προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
- гюйс στα ελληνικά - γρύλος, Jack, ο Jack, του Jack, γρύλο
- добродушно-веселый στα ελληνικά - πολύ εγκάρδιος, καλοκάγαθους, καλόκαρδος, καλοσυνάτα
Τυχαίες λέξεις
Тот στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυθμιστής, ομιλητής, δάρτης, εκτροφέας, εγγυώμαι, αντίκρισμα, πόρθηση, φορέας, επισκέπτης, αρχάριος, υπολογιστής, κρεμάστρα, εχέγγυο, πιτσιρίκος, ατζαμής, εγγύηση, ο, η, το, την, της
Μεταφράσεις: ρυθμιστής, ομιλητής, δάρτης, εκτροφέας, εγγυώμαι, αντίκρισμα, πόρθηση, φορέας, επισκέπτης, αρχάριος, υπολογιστής, κρεμάστρα, εχέγγυο, πιτσιρίκος, ατζαμής, εγγύηση, ο, η, το, την, της