Трахнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: трахнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρότος, βρόντος, βροντώ, γδούπος, γαμώ, διάολο, σκατά, δεκάρα, γαμήσι
Μεταφράσεις
- банник στα ελληνικά - πατσαβούρα, μάκτρο, στυλεό, τολύπιο, στειλεό
- безвозвратно στα ελληνικά - αμετάκλητα, ανέκκλητα, οριστικά, αμετάκλητη, αμετακλήτως
- блеснуть στα ελληνικά - ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ...
- выпученный στα ελληνικά - διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Τυχαίες λέξεις
Трахнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρότος, βρόντος, βροντώ, γδούπος, γαμώ, διάολο, σκατά, δεκάρα, γαμήσι
Μεταφράσεις: κρότος, βρόντος, βροντώ, γδούπος, γαμώ, διάολο, σκατά, δεκάρα, γαμήσι